ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΕΛΥΝΑΝ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΠΙΣΤΟΛΙΑ-1904: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
Εδώ και πολλές δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες σκηνών απείρου κάλλους που διαδραματίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων. Ύβρεις, απειλές, τσαμπουκάδες, εκφράσεις πεζοδρομίου, χειρονομίες, κάθε λογής κοσμητικά επίθετα και πολλά πολλά άλλα. Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές συγκρούονται καθημερινά ξεπερνώντας κάθε όριο πολιτικής έντασης και κάθε αναφορά πολιτικής ηθικής.
Ωστόσο, αν ανατρέξουμε πίσω στο παρελθόν, και ειδικότερα στις αρχές του 20ού αιώνα, η φαρέτρα των κοινοβουλευτικών όπλων δεν αποτελούνταν μόνο από κατηγορίες, αλλά από αληθινά πιστόλια και σπαθιά καθώς το έθιμο των αιματηρών μονομαχιών είχε επεκταθεί και στην Ελλάδα και είχε υιοθετηθεί από τους πολιτικούς ταγούς μας. Πολλοί βουλευτές μετά το 1890 κατέφευγαν σε μονομαχίες είτε με ξίφη είτε με πιστόλια, ενώ εντυπωσιακό είναι ότι αρκούσε μόνο μια μικρή αφορμή, ένα ήσσονος σημασίας σχόλιο, για να προκληθεί ο αντίπαλος σε μάχη. Πολλές φορές μεσολαβούσαν συγγενείς, φίλοι ή συνεργάτες και την τελευταία στιγμή άλλαζαν γνώμη στον ένα από τους δύο μονομάχους.
Στη Ελλάδα βέβαια η μονομαχία εισήχθει και υιοθετήθηκε ως πρακτική από τα αρχηγετικά αστικά στρώματα μέσα σε συνθήκες πολιτικής ρευστότητας που μορφοποιούσαν το εγχώριο κοινοβουλευτικό σύστημα και το επιτακτικό αίτημα για εθνική ολοκλήρωση. Χρονικά, η περίοδος της ακμής της ξεκινά τις παραμονές ενός ατυχούς πολέμου, εκείνου του 1897 και κλείνει λίγο πριν τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Μέσα σε αυτό τον αιώνα υπήρξαν χρονιές στις οποίες γινόντουσαν έως και 10 μονομαχίες ενώ οι προσκλήσεις που κατέληγαν σε συμβιβασμό με τη διαμεσολάβηση των μαρτύρων ήταν πολλαπλάσιες. Εντυπωσιακό παραμένει το γεγονός πως σε μονομαχίες συνήθως δεν κατέφευγαν οι απλοί πολίτες, αλλά αξιωματικοί του στρατού, βουλευτές ακόμα και υπουργοί.
Ας πάμε πίσω στο 1904 όπου εξαιτίας μιας ασήμαντης κόντρας στο ελληνικό Κοινοβούλιο, υπουργός και βουλευτής οδηγήθηκαν σε αιματηρή μονομαχία για τελευταία φορά στα ελληνικά χρονικά…
Πρωταγωνιστές ήταν ο υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης του Γιώργου Θεοτόκη, Σπυρίδων Στάης, και ο βουλευτής Τρικάλων Κωνσταντίνος Χατζηπέτρος.
O βουλευτής Τρικάλων Κωνσταντίνος Χατζηπέτρος, με αφορμή κάποια αγόρευση στη Βουλή, έβρισε τον υπουργό Σπύρο Στάη, προσβάλλοντας την οικογένειά του.
Συγκεκριμένα, ο Στάης είχε καταρτίσει ένα νομοσχέδιο για την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου. Ο Χατζηπέτρος είχε ένα προστατευόμενο υφηγητή στην έδρα της Ανατομίας και ζήτησε από τον Στάη τη διχοτόμησή της, για να προαχθεί σε καθηγητή ο άνθρωπός του. Έδωσε κατηγορηματική υπόσχεση ο Στάης στον Χατζηπέτρο, αλλά δεν την κράτησε. Όταν έφερε το νομοσχέδιο στη Βουλή, η έδρα της Ανατομίας έμεινε μία, όπως ήτανε, κι ο Χατζηπέτρος έγινε έξω φρενών. Σηκώθηκε από τη θέση του και μιλώντας στον Στάη, του είπε:
— Ελησμονήσατε την υπόσχεσιν, που μου εδώσατε, κ. υπουργέ.
— Πράγματι, το ξέχασα αποκρίθηκε απότομα εκείνος. Άλλωστε επρόκειτο για ζήτημα υπηρεσιακής ευταξίας. Αυτήν την πολιτική ακολουθώ πάντοτε.
— Το εξέχασες; Είσαι ένας αγύρτης υπουργός! βροντοφώνησε μέσα στην αίθουσα ο Χατζηπέτρος.
Τελικά η μονομαχία έγινε στις 5 το πρωί της 18ης Ιουνίου του 1904, στην ερημική τοποθεσία «Τράχωνες», έξω από την ’Αθήνα. Την διεύθυνε ο τότε βουλευτής Μεγαρίδος Γ. Αναστασόπουλος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο Κ. Χατζηπέτρος ήτανε μεν ένας ευγενικός άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, αλλά τρομερά μύωπας. Κι αυτό ήτανε το μεγάλο μειονέκτημά του, που τον οδήγησε στον πρόωρο θάνατο.
Τη σκηνή της μονομαχίας περιγράφει ο δημοσιογράφος Κ. Μάγερ στο βιβλίο του «Ελληνικά δημοσιογραφικά ανέκδοτα»:
«Ο μάρτυς Αναστασόπουλος διευθύνει την μονομαχία, αλλά στο πρόσωπό του είναι φανερή η θλίψη γιατί δεν κατορθώθηκε ο συμβιβασμός. Δίνει από ένα πιστόλι σε κάθε αντίπαλο. Μετά λέει:
— Έτοιμοι!
Κι υστέρα από λίγο:
— Εμπρός!
— Εν!
— Δύο!…
Στο «τρία» οι δύο αντίπαλοι έπρεπε να πυροβολήσουν. Πυροβόλησαν ταυτόχρονα. Ο Χατζηπέτρος, μετά τον πυροβολισμό, στροβιλίζεται, το πιστόλι φεύγει από τα χέρια του, και αυτός πέφτει μπρούμυτα. Όλοι σπεύδουν προς το μέρος του. Ο γιατρός Φωκάς που παρευρίσκονταν στην μονομαχία, του ξεκουμπώνει το σακάκι και το πουκάμισο για να βρει το τραύμα. Διαπιστώνει ότι η σφαίρα είχε διαπεράσει το στήθος του. Ο Χατζηπέτρος πνέει τα λοίσθια και το αίμα εξακολουθεί να τρέχει απ’ το στόμα του. Ο Στάης επιχειρεί να πλησιάσει τον τραυματία, αλλά τον αναχαιτίζει ένας από τούς μάρτυρες, που του φωνάζει:
— Φεύγα! Φεύγα! Τον εσκότωσες!
Και ο Στάης μπαίνει στο αμάξι του και φεύγει. Σε λίγα λεπτά ο γιατρός Φωκάς και άλλοι τοποθετούν τον Χατζηπέτρο σ’ ένα αμάξι και τον μεταφέρουν στο Πολιτικό Νοσοκομείο. Αλλά ήταν αργά πλέον. Στις 10 το πρωί ο βουλευτής Τρικάλων πέθανε».
Την ίδια μέρα της μονομαχίας συνεδρίασε η Βουλή και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης πήρε τον λόγο και είπε τα έξης: (Από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής):
Γ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ (Πρωθυπουργός): «Όλοι, κύριοι, βαθύτατα συγκεκινημένοι, θρηνούμεν τον θάνατο αγαπητού συναδέλφου. Ο κ. Στάης περισσότερον παντός άλλου θρηνεί διά το συμβάν ατύχημα. Υπέβαλε σήμερον την πρωίαν την παραίτησίν του. Κλαίει διά το συμβάν ατύχημα, το οποίον συνέβη και το οποίον προώρισται να δηλητηριάση τον βίον του όλον. Νομίζω, ότι η Βουλή εις ένδειξιν πένθους θέλει συναινέση, όπως λυθή η συνεδρίασις».
Θ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ: «Το δυστυχές συμβεβηκός (τυχαίο, απρόβλεπτο γεγονός) του φόνου του συναδέλφου ημών ενεποίησεν και εις πάντας ημάς λυπηρά αισθήματα».
Δ. ΡΑΛΛΗΣ: «Έδει να είχε γίνει αποδεκτή προηγουμένως και δημομοσιευθή η παραίτησις του κ. Στάη, διότι ούτω θα επρολαμβάνετο η μονομαχία.
Τέλος, ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Χατζίσκος ανακοινώνει, ότι θα κατατεθή στέφανος επί της σορού του φονευθέντος εκ μέρους της Βουλής, θα διαβιβάση τα συλλυπητήρια αυτής εις την χήρα του και ότι όλοι οι βουλευταί θα παρακολουθήσουν την κηδεία. Και η συνεδρίασις ελύθη».
Το τραγικό τέλος του βουλευτή προκάλεσε σάλο σε Τύπο και κόμματα, ενώ είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παραίτηση του υπουργού, αλλά και την παραπομπή του στη Δικαιοσύνη με την κατηγορία του φόνου εξ αμελείας, από την οποία ωστόσο απαλλάχθηκε. Βέβαια τόσο οι αντιδράσεις όσο και η δυσσαρέσκεια δεν κράτησαν πολύ, αφού μόλις το 1908 οι ψηφοφόροι του, του προσφέρουν και πάλι την βουλευτική έδρα την οποία θα διατηρήσει μέχρι και το 1922 που αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σκηνή. Αυτό το τραγικό περιστατικό θεωρείται η κορύφωση των κοινοβουλευτικών μονομαχιών, ενώ στη συνέχεια το ξενόφερτο έθιμο άρχισε σιγά σιγά να εκλείπει.
Το περιστατικό σχολίαζαν αρνητικά και αρκετά μέσα της εποχής. Ο «Νουμάς» στις 27 Ιουνίου 1904 εξαπέλυσε δριμεία επίθεση κατά του μονομάχου υπουργού, ενώ αλλού γράφτηκε:
«ιδού ο ατυχής Χατζηπέτρος, θύμα του κοινοβουλευτισμού της Ελλάδος. Υπήρχεν ο εκλογεύς οπισθέν του, ο οποίος με όλην την τυρρανικήν κυριαρχίαν του εκλέγοντος επίεζε τον βουλευτήν. Ο βουλευτής έτυχε να ήνε φιλότιμος, να ήνε εξ εκείνων εις τους οποίους αι υποθέσεις των εκλογέων είνε ζήτημα φιλοτιμίας, αυστηρώς εδηλούμενον και η αποτυχία μιας αιτήσεως ώθησε την φιλοτιμίαν αυτήν μέχρι δεινών ύβρεων προς έναν άρχοντα της Πολιτείας, έναν υπουργόν»
Στις 19 Ιουνίου, η «Ακρόπολης» του Βλάση Γαβριηλίδη, στο κύριο άρθρο της έγραφε:
«Ο βασιλεύς έπρεπε να πάρει το μαστίγιον, εάν ήτο βασιλεύς τηρητής του Συντάγματος και των νόμων, εις χείρας του και να είπη εις τοιούτους συμβούλους του Στέμματος οίτινες παραβιάζουν αυτούς τους νόμους, μονομαχούν και σκοτώνουν ανθρώπους: -Είσθε κύριοι δια τας φυλακάς και όχι δια θέσιν υπουργών».
Αντίθετα ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής, αντιμετώπισε με συγκατάβαση τον Στάη γράφοντας στο «Ρωμηό» στις 26 Ιουνίου 1904:
«Χύνω δάκρυα μαζί σας μπρος στου θύματος το μνήμα,
όμως κλαίω και το Στάη, δεύτερον της μοίρας θύμα.
Κλαίει κι ο φονεύς εκείνος
Τον νεκρό τον δυστυχή
Και δεινός σπαράζει θρήνος
Κάθε πέτρινη ψυχή».
Ιστορία των μονομαχιών
Στη Δύση, οι μονομαχίες καταγράφονται ως διαδεδομένη πρακτική των κοινωνιών ήδη από τον 17ο αιώνα μέχρι και τον 20ό. Αποτελούσαν τον συναινετικό και θανάσιμο αγώνας μεταξύ δύο προσώπων, με τα ίδια φονικά εργαλεία και με ρητούς κανονισμούς που οι δυο τους συμφωνούσαν. Συνηθέστερα αίτια των μονομαχιών αποτελούσαν τα θέματα τιμής και η διαδικασία γινόταν πάντα παρουσία αξιόπιστων μαρτύρων. Μέχρι και τον 18ο αιώνα γίνονταν κυρίως με σπαθιά ενώ έκτοτε οι μονομάχοι χρησιμοποιούσαν όπλα.
Ο προσβεβλημένος απαιτούσε «ικανοποίηση» από τον αντίπαλό του μέσω μιας προσβλητικής χειρονομίας, συνήθως πετώντας το γάντι του μπροστά στα πόδια του, πρακτική από την οποία προέκυψε και η περίφημη φράση. Στις περιπτώσεις που η μεσολάβηση δεν καρποφορούσε, και οι μονομάχοι κατέληγαν στην ένοπλη λύση, οι εντεταλμένοι μάρτυρες όριζαν τους όρους της μονομαχίας σε ειδικά πρωτόκολλα που είχαν ισχύ απαρέγκλιτου νόμου για τους συμμετέχοντες. Στα πρωτόκολλα αυτά οριζόταν και η ώρα και το μέρος της μονομαχίας, το οποίο όμως κρατούνταν μυστικό μέχρι την τελευταία στιγμή.
Comments