ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΗΠΟΥ
Έγινε ενημέρωση: 31 Ιουλ 2020
Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων των Αθηνών αποτελεί πάγιο αίτημα σχεδόν από την εποχή που οι Κλεάνθης και Schaubert σχεδίασαν την βασική ρυμοτομία της καινούργιας πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο Αλέξανδρος Μποφίλιας, αρχιτέκτων μηχανικός τοπίου, και η Άννα Τσίμου, πολιτικός και κοινωνικός επιστήμων, μελέτησαν και προωθούν το «άνοιγμα» του κεντρικού πόλου πρασίνου και αναψυχής, του Εθνικού Κήπου, προς την πόλη που τον περικλείει.
Τα λειτουργικά προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει ο Εθνικός Κήπος σχετίζονται άμεσα με τις απαιτήσεις και την συμπεριφορά του σύγχρονου αστικού κοινού στον υπαίθριο δημόσιο χώρο. Συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον των περισσοτέρων επισκεπτών περιορίζεται σε λιγοστά σημεία αναφοράς, όπως τις πασίγνωστες Ουασιγκτόνιες, το κεντρικό πλάτωμα, το Τεχνητό Σπήλαιο καθώς και το κυλικείο (ιστορική Φάρμα), ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χώρου δεν προκαλεί την επιθυμία του ευρύ κοινού για περιήγηση ή και περαιτέρω εξερεύνηση. Πέραν αυτού, κομβικές περιοχές του Κήπου υπέστησαν ριζικές αλλαγές ως προς την χρήση και τη σημασία τους.
Από την ίδρυση του Εθνικού Κήπου, τα πολυποίκιλα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτού τέθηκαν στο επίκεντρο του διεθνούς κηποτεχνικού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο σχετικής έρευνας του καθηγητή αρχιτεκτονικής και ιστορίας της πολεοδομίας Α. Παπαγεωργίου - Βενετά παρουσιάζεται για πρώτη φορά το σχέδιο με τίτλο ‘Plan du Jardin Royal à Athènes’ (Σχέδιο του βασιλικού Κήπου Αθηνών), με πιθανό συντάκτη τον L. F. Bareaud, το οποίο μετά από δεκαετίες είχε εντοπιστεί στο Μουσείο Όθωνος στο Ottobrunn της Βαυαρίας υπό τον διευθυντή καθηγητή Jan Murken. Το εν λόγω σχέδιο συντάχθηκε περίπου το 1850 και για τον λόγο αυτό, αποτελεί μάλλον αποτύπωση της τότε υφιστάμενης κατάστασης του Κήπου και όχι πρόταση διαμόρφωσης προς εφαρμογή.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει λεπτομερώς το εν λόγω σχέδιο και συγκρίνει τα επιμέρους στοιχεία που απεικονίζονται σε αυτό με τις επιπλέον πληροφορίες που παρέχουν ο ιστορικός Τοπογραφικός και Αρχαιολογικός Χάρτης του W. A. Kaupert του 1876 και οι αναφορές της Αμαλίας, του επί Αμαλίας καθηγητή Φαρμακευτικής και Χημείας τόσο του Πανεπιστήμιου Όθωνος όσο και του Πολυτεχνείου, Δρ. F. X. Landerer καθώς και του πρώτου κηπουρού του Κήπου, του F. Schmidt. Στη συνέχεια επιβεβαιώνεται μέσω αυτοψίας αν τα στοιχεία που απεικονίζονται ή αναφέρονται στις παραπάνω πηγές σώζονται μέχρι σήμερα στον Εθνικό Κήπο ή έχουν αλλοιωθεί ή ακόμη και εξαφανιστεί.
Τέλος, η μελέτη καταλήγει στην επιλογή και επαναφορά σειράς των παραπάνω στοιχείων αυτών. Κυριότερες παρεμβάσεις αποτελούν η σταδιακή επαναφορά της αυθεντικής φύτευσης, η επαναδημιουργία δύο ιστορικών λαβύρινθων καθώς και η σταδιακή αποκατάσταση των ιστορικών οπτικών αξόνων προς τα διακεκριμένα μνημεία των Αθηνών. Η αποκατάσταση της οπτικής σύνδεσης του Εθνικού Κήπου πρωτίστως με τους στύλους του Ναού Ολυμπίου Διός και την Πύλη του Αδριανού περιλαμβάνει μακροπρόθεσμα τη μη αντικατάσταση φυτών που απεβίωσαν εντός συγκεκριμένων διαδρόμων. Κατά τον τρόπο αυτό, σε βάθος χρόνου, θα απελευθερωθούν οι οπτικοί άξονες αυτοί από την τυχαία βλάστηση που έως σήμερα τους διακόπτει. Ρητά επισημαίνεται, ότι για την αποκατάσταση των αρχικών αυτών ελευθέρων διαδρόμων δεν νοείται κοπή δένδρων ή θάμνων.
Ο Εθνικός Κήπος θα «ανοίξει» κυριολεκτικά, εφόσον επιτυγχάνεται η εκ νέου οπτική επαφή του έσω του χώρου με το αστικό τοπίο που τον περιβάλλει. Στην περίπτωση αυτή, ο περιηγητής του Κήπου δεν θα αισθάνεται πλέον απομονωμένος όταν διασχίζει την πυκνή φύτευση αυτού, αλλά θα είναι σε θέση να προσανατολιστεί βλέποντας τον Παρθενώνα, τον Λυκαβηττό, τους στύλους του Ολυμπίου Διός καθώς και το Παναθηναϊκό Στάδιο από τα κομβικά σημεία του Κήπου. Γίνεται επομένως αντιληπτή η πραγματική έννοια μιας ενοποιημένης, μεγάλης κλίμακας ιστορικής και πολιτιστικής ζώνης εκτεινόμενης από τις παρυφές του Λυκαβηττού έως την Ιερά Οδό.
Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, ότι στο σχέδιο του L. F. Bareaud διακρίνονται ακόμα και οι συγκεκριμένες θέσεις και τα είδη των δένδρων που υπήρχαν κατά την αρχική διαμόρφωση του Κήπου. Πρόκειται για σειρά σημείων φύτευσης κυπαρισσιών ή φοινίκων μεμονωμένα ή σε συστάδες καθώς και για εκτεταμένες περιοχές εσπεριδοειδών. Προκειμένου να αποκατασταθεί η αυθεντική βλάστηση του Εθνικού Κήπου, στις περιπτώσεις που μελλοντικά αποβιώσει δένδρο ή θάμνος, σε ορισμένες περιοχές που υποδεικνύονται στο Γενικό Σχέδιο Αποκατάστασης, προτείνεται να μην πραγματοποιηθεί η αποκατάσταση του υφιστάμενου σημερινού φυτού από άλλο (ίδιου ή μη είδους). Σε αντίθεση με την πρακτική αυτή, προωθείται η διαδοχική εκ νέου φύτευση των αυθεντικών ειδών φυτών, όπως αυτά ενδείκνυνται στο σχέδιο της αρχικής διαμόρφωσης του Κήπου του Bareaud.
Εν τούτοις, η παρούσα μελέτη δεν έχει ως σκοπό απλώς μια αποστειρωμένη επαναφορά ιστορικών κηποτεχνικών στοιχείων που χάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Εφόσον πραγματοποιούνται τοπικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην περίπτωση που αποβιώνει κάποιο δένδρο στον Κήπο, αναδεικνύονται επί τόπου όσα αρχαία στοιχεία πρόκειται να έρθουν στο φως. Σημειωτέον ότι ο χώρος του Εθνικού Κήπου σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με την ρωμαϊκή προέκταση των Αθηνών επί Αδριανού. Επομένως, μια σταδιακή προοδευτική αρχαιολογική προσέγγιση του χώρου αναμένεται να αποκαλύψει στοιχεία κρίσιμα για την ιστορική εξέλιξη της πόλης. Κατά τον τρόπο αυτό, ενισχύεται η επιστημονική έρευνα σχετικά με την ανάδειξη των υπολειμμάτων τόσο των ρωμαϊκών Αθηνών και του ευρύτερου χώρου του Αριστοτέλειου Λυκείου, όσο και των δύο αρχαίων υπογείων υδραγωγείων της πόλης. Μόνο σε περίπτωση που από τις προτεινόμενες αρχαιολογικές ανασκαφές δεν προκύπτουν αξιόλογα ευρήματα, οι απελευθερωμένες από δένδρα και θάμνους περιοχές φυτεύονται με την αρχική βλάστηση που αναφέρεται αναλυτικά στο υπόμνημα του Σχεδίου Bareaud.
Ως εκ τούτου η μελλοντική λειτουργία του Εθνικού Κήπου ταυτόχρονα ως αρχαιολογικό πάρκο κρίνεται απόλυτα εφικτή, ενώ θα συνέβαλε καθοριστικά και στην (υπό εξέλιξη) ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων των Αθηνών. Με την υφιστάμενη τεχνογνωσία ανάδειξης διακεκριμένων ιστορικών στοιχείων σε ένα ελεύθερα διαμορφωμένο κηποτεχνικό σκηνικό μπορούν να αναβαθμιστούν και να αναπτυχθούν και άλλες περιοχές της Πρωτεύουσας οι οποίες τα τελευταία χρόνια υπέστησαν ραγδαία υποβάθμιση, όπως Ακαδημία Πλάτωνος, Κολωνός, Κεραμεικός – Δημόσιο Σήμα καθώς και Ελαιώνας. Σημειωτέον ότι οι περισσότερες αρχαίες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών εντοπίζονται σε χώρους κοινόχρηστου πρασίνου της ευρύτερης ζώνης ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων του ιστορικού κέντρου, οπότε καθίσταται δυνατή η δημιουργία αντίστοιχων αρχαιολογικών πάρκων με πλήρη ανασκαφή και ανάδειξη των επιμέρους ευρημάτων.
Επί τη βάσει της παρούσας μελέτης καθορίστηκαν και οι δράσεις που προωθήθηκαν στο σχετικό έργο του ευρωπαϊκού χωροταξικού προγράμματος INTERREG-MEDOCC με τίτλο «Harmoniser les Opérations de Restauration Territorial du Paysage Urbain Soutenable» (H.O.R.T.U.S., «Εναρμόνιση των Λειτουργιών της χωρικής Αποκατάστασης του βιώσιμου Αστικού Τοπίου») που υλοποιήθηκε με γενικό συντονιστικό φορέα την Αναπτυξιακή Εταιρεία Δήμου Αθηναίων (Α.Ε.Δ.Α.) Α.Ε. (Γενικός Συντονιστής: Δρ. Βασιλική Λεοντάρη, επιστημονικός συντονιστής: Αλέξανδρος Μποφίλιας). Tο παρόν έργο διακρίθηκε στην φετινή ευρωπαϊκή μπιενάλε αρχιτεκτονικής τοπίου ως έργο παρουσίασης αποτελεσματικών πρακτικών σχεδιασμού.
Μποφίλιας, Α., Τσίμου Α.: Αποκατάσταση Εθνικού Κήπου. Αρχική διαμόρφωση – Αρχαία στοιχεία. Εις: Ύλη & Κτήριο. Αρχιτεκτονική του σήμερα. Τεύχος Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2010. Αφιέρωμα Πολιτισμικών Τοπίων. Επιμελήτρια: Φιλιώ Ηλιοπούλου. Αθήνα 2010. σελ. 244-251
Comments